- βοηθουμένου
- βοηθέωpres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Πουέρτο Ρίκο ή Πόρτο Ρίκο — Νησί της Κεντρικής Αμερικής στις Μεγάλες Αντίλλες, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και από την Καραϊβική θάλασσα στα Ν· στα Δ χωρίζεται από τα νησιά Ισπανιόλα (ή Αϊτή) μέσω της Διόδου Μόνα (ή διώρυγας της Μόνα).Έχει έκταση 9.103 τ.… … Dictionary of Greek